Λόγοι και περιστατικά απ' τη ζωή του Αγίου Αντωνίου

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού (δηλαδή του διαβόλου) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε θα τις προσπεράσει χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη.»


Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη πού και πού να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, τού λέγει: «Βάλε μια σαϊτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Το έκαμε εκείνος. Τού λέγει: «Τέντωσέ το πιο πολύ». Και το τέντωσε. Και πάλι τού λέγει: «Ακόμη πιο πολύ». Τού απαντά τότε ο κυνηγός: «Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τού λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν πού και πού να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς». Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.


Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε κατά τη δύναμή του. Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Ύστερα από όλους, λέει στον αββά Ιωσήφ: «Εσύ τί έχεις να πεις πάνω σ’ αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέει λοιπόν ο αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, «δεν ξέρω».»


Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».


Το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς.


Εκείνοι που δεν αρκούνται σ' αυτά που χρειάζονται για να ζουν αλλά επιθυμούν περισσότερα, υποδουλώνουν τον εαυτό τους στα πάθη που ταράζουν την ψυχή και της φέρνουν λογισμούς και φαντασίες ότι το να θέλουν λίγα ή πολλά είναι το ίδιο. Και όπως τα ρούχα που είναι μεγαλύτερα από το σώμα εμποδίζουν εκείνους που τρέχουν στο αγώνισμα του δρόμου, έτσι και η επιθυμία του ανθρώπου να έχει περισσότερα από όσα πρέπει, εμποδίζει τις ψυχές και δεν τις αφήνει να αγωνίζονται ή να σωθούν.


Όταν η ψυχή γνωρίσει την κακία, τη μισεί σαν βρωμερότατο θηρίο. Αλλά όταν κανείς δεν την γνωρίζει, την αγαπά∙ και αυτή τον παίρνει αιχμάλωτό της και μεταχειρίζεται σαν σκλάβο τον εραστή της. Και ο δυστυχισμένος και άθλιος άνθρωπος ούτε το συμφέρον του βλέπει, ούτε το καταλαβαίνει, αλλά νομίζει για στόλισμά του την κακία και χαίρεται γι' αυτό.


Πηγές: religious.gr, diakonima.gr.

Σχόλια

...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ